- κεντρῖτις
- κεντρῖτιςpricklyfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντρίτις — κεντρῑτις, ἡ (Α) [κέντρον] 1. η θέση τού σώματος τού αλόγου όπου γινόταν παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας 2. φρ. «κεντρῑτις βοτάνη» μαγικό βότανο πάπ … Dictionary of Greek
κεντρῖτιν — κεντρῖτις prickly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίτιδος — κεντρί̱τιδος , κεντρῖτις prickly fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)